νοσήσῃς

νοσήσῃς
νοσέω
to be sick
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοσηρότητα — η (Α νοσηρότης) [νοσηρός] η ιδιότητα τού νοσηρού, οργανική, ψυχική ή ηθική κατάσταση που τήν χαρακτηρίζει έλλειψη υγείας νεοελλ. 1. η συχνότητα νόσησης ενός πληθυσμού μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα από το σύνολο τών νόσων ή από συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”